Новогреческий словарь
απόχηρος
απόχηρ|ος
ο
вдовец
;
χήρος κι' ~ — безнадёжный вдовец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вдовец
? —
απόχηρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόχηρος
? — вдовец
#
(ново)греческий словарь
—
αερίζω
—
παιδαριώδης
—
μουσσών
—
αλληλοφθονούμαι
—
αναθεμελιωτικάς
—
κοιλάδα
—
ταρτορούγα
—
αψίχολος
—
τέκτονας
—
τεσσαρακονταετής
—
παραλογιάζω
—
λημεριάζω
—
ασυνέχιστος
—
απροτίμητος
—
χοντροδουλεμένος
—
έκδοση
—
αυτοκρατία
—
εντοσούτω
—
αμαζόνειος
—
κουτσοδιαβασμένος
—
μέλημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве