|
η углубление; ~ τού λιμένα — углубление дна (гавани) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово углубление? — εκβάθυνση как с (ново)греческого переводится слово εκβάθυνση? — углубление — συλλαβογραφία — τριάρμπουρος — σύστροφή — σαλιγκαράκι — βλίτο — αποβαίνω — αποξηραντήριο — τσαμπουνάω — διακορής — καλαφατιστήρι — τσιμπλιάρης — αυτάρκης — συζήτημα — πτερώνομαι — γλειφιτσούρι — έναρξη — μετατροπία — ανάκλημα — δίπορτος — πολυθεϊκός — καμουτσικιά |
|||