|
αόρ. от μικραίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μίκρυνα? — — βαλλόμενος — απόγεμα — άκερκος — μπνμπίκι — ισοπερίμετρος — διαβούλιο — καρπικός — εκγλυπτικός — μεσαίωνας — βλαβερά — αφόρηγος — αντηρίση — ανεμοδεικτικός — πίεστρο — ζήλια — στολαρχία — ωορρηξία — σαρακοφάγωμα — τριβολίζω — αιμοπότις — διάδυση |
|||