|
1. чревовещающий; 2. (о) чревовещатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чревовещающий? — εγγαστρίμυθος как на (ново)греческом будет слово чревовещатель? — εγγαστρίμυθος как с (ново)греческого переводится слово εγγαστρίμυθος? — чревовещающий, чревовещатель — αιμοσκοπία — τεσσεράμισι — αιμοφιλικός — νερόπιασμα — ένιοι — κουπιά — δασύνω — επιστήριγμα — απρόσβλητος — κανονιοφόρος — εσχαροκιβώτιο — δημογραφία — λυκοπάνθηρος — ζωικός — καπούλια — ανάμνηση — αριοδάφνη — υποκλέπτω — σαμαρώνομαι — αντιρρέω — αποκεφαλιστής |
|||