|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναρούσα? — — τοκογλυφικός — ταγματάρχης — αετός ο — ξαντό — ατοποθέτητος — κουρελιάζω — χρυσοποικιλτής — ταμπονάρισμα — Ε — συντομογραφικά — ισασμός — παστέλ — καλολογικός — αγροχημικός — απόγυρος — γεωκτήμων — νοτιάς — αρχαιοκαπηλία — στεατοκήλη — ακαλαισθησία — γλυφίδα |
|||