|
(-όντος) первый попавшийся, случайный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово первый попавшийся? — προστυχών как на (ново)греческом будет слово случайный? — προστυχών как с (ново)греческого переводится слово προστυχών? — первый попавшийся, случайный — καλλωπισμός — ρομάντζα — κοτζαμπασισμός — ταχύπνοια — ξάνθισμα — γυναικίας — ξεκαρφιτσώνω — νεανίσκος — στοπάρω — υφεκατόμετρο — παραέχω — λάφιασμα — εξωδερμικός — βρογχορραγία — εννεαετηρίδα — γιαλαντζί-ντολμάς — μυρτέλαιον — προσπορίζομαι — αμοιρολόγητος — εγγυημένα — θεώρηση |
|||