Новогреческий словарь
απολλύομαι
απολλύομαι
1)
гибнуть
;
2)
исчезать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гибнуть
? —
απολλύομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
исчезать
? —
απολλύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολλύομαι
? — гибнуть, исчезать
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιοτηλεγραφητής
—
πολύδενδρος
—
φουστανέλλα
—
ανεπαρκής
—
ψηλαφιστά
—
δαμασκηνο
—
τραυματιοφορεύς
—
πίναξ
—
γραυγίζω
—
τετραπερασμένος
—
προδρομικός
—
βεργοστέφανο
—
εξαδακτυλία
—
προβληματώδης
—
εσθής
—
ρίκνωμα
—
λούρος
—
γαλατερό
—
ευκολοθύμητος
—
αρτηριοσκλήρωση
—
ελαιοδιαχωριστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве