|
церк. непричастившийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непричастившийся? — αμετάλαβος как с (ново)греческого переводится слово αμετάλαβος? — непричастившийся — ναυτοδάνειο — βαρέλα — ατολμία — νιχιλισμός — πολύδενδρος — σπιθαμιαίος — οξύμαχος — συριστικός — αραποσιτιά — λουκουμάς — διαπίστευση — δυσκραής — τηρητής — παράνομα — καλοκαιριάτικος — δημοκρατικότητα — συμπλοιοκτήτης — αναδιορισμός — διανύω — δανειακός — τζάκα |
|||