Новогреческий словарь
διοπτήρας
διοπτήρας
(-ήρος) ο мор.
диоптр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
диоптр
? —
διοπτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
διοπτήρας
? — диоптр
#
(ново)греческий словарь
—
μαγερειό
—
ακατάληπτα
—
ταπέτο
—
φτώχια
—
προάσκηση
—
φενακιστής
—
αποθέσιμο
—
εγκεφαλισμός
—
δίδω
—
δροσιστικά
—
αστραποπελέκι
—
ευφορικά
—
καταλήγω
—
κροκάρι
—
δυναμό
—
εξελκούμαι
—
αμνοερίφια
—
ισομορφισμός
—
βομβώ
—
ευθειογενής
—
φαντασιοκόπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве