Новогреческий словарь
αποκλειστικός
αποκλειστικός
1)
единственный
;
2)
исключительный
;
~ά δικαιώματα — исключительные права
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
единственный
? —
αποκλειστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
исключительный
? —
αποκλειστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκλειστικός
? — единственный, исключительный
#
(ново)греческий словарь
—
γρασαδόρος
—
σκακκιστής
—
γυφταρειό
—
σάβουρος
—
ακουμπιστήρι
—
ξενοδοχειακός
—
μαγάρα
—
δουλευτάρης
—
μονοφασικός
—
προστριβή
—
κουτσονούρισσα
—
πλευροκόπημα
—
παραχαράζω
—
χρωμοτυπογραφία
—
αδερφομεράδι
—
επανωφόρι
—
αναισχυντώ
—
έλμινς
—
χωρικός
—
γρέμπανο
—
ξετσίπωτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве