|
валютный; ~ές δυσκολίες (διακυμάνσεις) — валютные затруднения (колебания) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово валютный? — σοναλλαγματικός как с (ново)греческого переводится слово σοναλλαγματικός? — валютный — μελοδραματικά — συγγραφικός — απομυζητήρας — ομολογουμένως — μετακηπεύω — ταμίευση — κλιματόβεργα — πακέτο — βασκανθήρα — γνωστότατος — εσσέντζα — προσκυνώ — φιλοκυβερνητικός — μώλος — παραιτούμαι — Αμμώνειο — κεδρόξυλο — σύνοδος — αναμάλλιασμα — χαύνος — σπονδυλικός |
|||