|
способный плавить; ~ή θερμοκρασία — температура плавления #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способный плавить? — τηκτικός как с (ново)греческого переводится слово τηκτικός? — способный плавить — χοντρόφλουδος — παραγγέλλω — κατεργασία — μπατζανάκης — ηλιοχημεία — στερεοσκοπικός — ιεροκρατία — οικοπεδοποίηση — αξιόπιστο — διατέμνω — έχτρα — απύρι — φασισμός — γλωσσοφόρος — αιώνιος — αγελαδήσιος — αχορταγιά — στραβοκαταλαβαίνω — αψηλωσιά — μαία — ψιδιάζω |
|||