|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φτωχοποιώ? — — πορνόγερος — ανατοκίζω — αποδεχτός — μετάξινος — βαλάντιο — εκκωφαίνω — ματζαφλάρι — καβαλλίκευμα — γίγλα — ξεγίνομαι — σπινθήρας — εμπυϊκός — αγλίτωτος — λεβιθόχορτο — αλιτζές — γελιέμαι — μιντέρι — ακατηγόρητος — διασφαλίζω — απερίστροφος — κανάτα |
|||