|
связанный; ~ χεροπόδαρα — связанный по рукам и ногам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связанный? — δεμένος как с (ново)греческого переводится слово δεμένος? — связанный — ψιχίον — ανερρούφα — μαρκόνης — κρυσταλλωρυχείο — αγγειογράφημα — κοριός — ψευδάργυρος — αποξεραίνω — ιστιοφορία — γλυκοσαλίζω — σιφώνιο — μεγαλοκεφαλία — σύναμμα — χορταίνω — ηξεύρω — άνασωση — αμέλγω — θαλασσώνω — αθέλητα — σκιρρωνοζέφυρος — αχεροκάμωτος |
|||