|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πατατόσουπα? — — κατοχή — κακοστομάχιασμα — επιλύχνιος — βεβαιωτικός — πολυτραβώ — αποθράσυνση — αλαμπάδιαστος — εκπίπτω — αναπομπή — γαγάτης — δόμος — ωθηση — ανακαλυπτικός — ρυπτικός — παραδοξολογία — τρύγημα — αυτοδυσφημισμός — νέαση — βούληση — θεσμοδότημα — αντιτάσσω |
|||