|
(-ίδος) η шлея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлея? — υπουρίδα как с (ново)греческого переводится слово υπουρίδα? — шлея — εκπυρσοκροτώ — ξεπαλιώνω — κυτόσωμο — ξυστός — περίγελος — οικονομολογία — ντιστενγκέ — υποσείω — ζυγοδέτης — δεκαεννεάκις — ανθρωπότη — λιπάζη — λιγνύς — αγγελοκρουσμένος — επιμέτρηση — ομιλία — υδροκλιματολογία — απόβαλμα — κνίδωση — λούμεν — αδερφώνω |
|||