Новогреческий словарь
Τυροφάγος
Τυροφάγ|ος
η :
εβδομάδα τής Τυροφάγου — рел. сыропустная неделя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
Τυροφάγος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κερδισμένος
—
αμεσότητα
—
κλαδερός
—
εισήγηση
—
ασκόνιστος
—
γελάω
—
ξεκαρδίζω
—
μετρητής
—
βιοπαλεύω
—
γρίπιση
—
αβδέλλα
—
συγκεντρούμαι
—
στρουθός
—
χιονοβόλημα
—
ασπίς
—
δοκώ
—
κολύμβηση
—
αδιαρρύθμιστος
—
διαμαρτύρηση
—
επικαθίζω
—
σηματοδοσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве