|
ο конопатчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопатчик? — διανάκτης как с (ново)греческого переводится слово διανάκτης? — конопатчик — σαπρότητα — περίσσια — πουρμπουάρ — λέρωμα — εγχειριστικός — θώς — μυκητίαση — ξέσις — αμετασκεύαστος — μπαίν-μίξτ — παράλλαξις — τηλεφωτογραφία — βαρύχορδο — σκούνα — αναθέτω — λεμονάκι — καβαλιέρος — ακατονόμαστος — δασυχαίτης — γλακηχτό — πάτωμα |
|||