|
ο лекало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лекало? — καμπυλογράφος как с (ново)греческого переводится слово καμπυλογράφος? — лекало — εκχλόωση — οψώνιον — ακίνδυνος — μαγκουρώνω — ανακτομισθία — ησυχία — δυσμαί — ενοποίηση — απρόφθαστος — ανεμομέτρια — γραφικά — γλυκύς — εφταετία — εννεαπλασιασμός — φυλαχτό — φουρκισιά — ουσιαστικά — δέηση — κάκτος — λωλαμάρα — γαλανότητα |
|||