Новогреческий словарь
προστρίβω
προστρίβω
(αόρ. προσέτριψα)
тереть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тереть
? —
προστρίβω
как с
(ново)греческого
переводится слово
προστρίβω
? — тереть
#
(ново)греческий словарь
—
μαρκαλίζω
—
χειλοπλαστία
—
μισαλλοδοξία
—
οντολογιστής
—
αυτοκατάλυση
—
προχώρεμα
—
ελλιπές
—
αλησμόνητος
—
τελετουργία
—
χρυσαφύς
—
διορατικρός
—
αναλιγώνω
—
σάρδίνη
—
θεογονία
—
γουβωτός
—
αραιόσαρκος
—
τιποτένος
—
ποτίζω
—
στοκ
—
σοτάρω
—
ξεμπλέκω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве