Новогреческий словарь
συστάδην
συστάδην
:
εκ τού ~ — в непосредственной близости
;
μάχη εκ τού ~ — рукопашный бой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συστάδην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μαργώδης
—
γνώρος
—
θανασίμως
—
δυσερμήνευτος
—
λέγω
—
μαλακόφατσα
—
θερίζομαι
—
αήττητο
—
τροχοπεδώ
—
γκιαούρης
—
ξεφτέρι
—
εφθάρην
—
δασωμένος
—
διέρχομαι
—
αλληλοτραυματίζομαι
—
λιθόκονις
—
αδεμάτιαστος
—
πρόκα
—
κιτριά
—
φυγόποινος
—
διορώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве