Новогреческий словарь
ωοπαραγωγικός
ωοπαραγωγικός
вечный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωοπαραγωγικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μειλνχιότης
—
συχωρεμένος
—
νηφάλια
—
ορίζοντας
—
ροϊδιά
—
μνήσκω
—
μεσημέρι
—
ατμίς
—
λυκανθρωπία
—
γαρδένια
—
ξανθομαλλού
—
μεγαλαυχώ
—
ανακοχλάζω
—
γεναριάτικος
—
αφριά
—
μήνη
—
χιονόνερο
—
μεταφωσφορικός
—
γυφτολάσιά
—
κλειδοκυμβαλιστής
—
έβην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве