|
(-ωνος) ο пневматический насос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневматический насос? — αεροσίφων как с (ново)греческого переводится слово αεροσίφων? — пневматический насос — νομιμόφρονας — αφροδίσιος — Εσθονός — ετερομήκης — βάρκα — χασμουριέμαι — μαγκαλάκι — άλειωτος — αψούνιστος — λασπόχτιστος — οικονομιέμαι — ζηλαδέρφι — μπαλέττο — ζέβρα — Αγαθόκλεια — ανάγομαι — επετεύχθην — αφόρετος — αρμενοβέλονο — ακρέμαστος — πεζόδρομος |
|||