Новогреческий словарь
διέκχυτρο
διέκχυτρο
το 1)
кран
;
2) тех.
летка
(доменной печи)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кран
? —
διέκχυτρο
как на
(ново)греческом
будет слово
летка
? —
διέκχυτρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέκχυτρο
? — кран, летка
#
(ново)греческий словарь
—
προωστήρ
—
πλουσιόσπιτο
—
ροδομάγουλος
—
καρυάτιδα
—
Κόσοβο
—
περσιστί
—
ανακλητικό
—
αξεπλήρωτος
—
μαγνήτιση
—
ξεχορταριάζω
—
συμφωνητικό
—
ανάγλυφος
—
ευχαρίστηση
—
τρικέρατος
—
ανακάτωση
—
υπεξαγωγή
—
πεντόδραχμο
—
γλυκονεραντζιά
—
μαγαζιάτικο
—
φούχτιασμα
—
ηχοεντοπισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве