Новогреческий словарь
βαθομετρικός
βαθομετρικός
служащий для измерения глубин
;
βαθομετρικός χάρτης — карта глубин
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
служащий для измерения глубин
? —
βαθομετρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαθομετρικός
? — служащий для измерения глубин
#
(ново)греческий словарь
—
γεματούτσικος
—
βαθμολόγηση
—
αμετατόπιστος
—
ξανοστίζω
—
αντιεμετικό
—
εταίρος
—
σμήριγξ
—
αποζημιωτέος
—
αλευρόσιτα
—
παγόπλοιο
—
βαρκάκι
—
χαροποιός
—
απντάλης
—
αλλαντοποιός
—
χάλασμα
—
όναγρος
—
επιμηκύνω
—
αρκεί
—
επίτακτος
—
χιλιοφορεμένος
—
δεκατιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве