|
(αόρ. επανέκαμψα) возвращаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возвращаться? — επανακάμπτω как с (ново)греческого переводится слово επανακάμπτω? — возвращаться — καμπουρωτός — νύξη — σπάνια — αντιστοίχως — προπέτασμα — γένειο — αγροικώ — περίφραγμα — φακέλωμα — δηλώνοντας — απολογιστικός — αιματιά — ερευγμός — ξεφούσκωμα — ζωοσπόριον — γραμματοδιδάσκαλος — οικουμενικός — αναγουλιάζω — ανεπιθυμία — αιμοχρωστικός — τσιφλικούχος |
|||