|
прочить; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прочить? — προορίζω как с (ново)греческого переводится слово προορίζω? — прочить — κλιτός — ανακατάταξη — υδατοσφαίριση — πρόσχαρα — μπάμπαλο — επά — πλουτώνιο — βουρλιά — υπώνυμο — ρινοφωνία — τέτανος — ελεεινά — εγγράμματος — μηλέα — διαμέτρημα — σφερδούλακας — γυναικίας — δηλωμένος — ενοργάνωση — κυρίως — πήλινος |
|||