|
грам. относящийся к настоящему времени #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к настоящему времени? — ενεστωτικός как с (ново)греческого переводится слово ενεστωτικός? — относящийся к настоящему времени — γόης — ντρίτσα-κάτσα — ματέ — σύζευγμα — αρρητίνωτος — ανθότοπος — πλευροπνευμονία — μηχανοκίνητος — αμερικανοκρατία — αγουρογεράνω — ωριαίος — λεβέντρα — αναρρέω — γιδοκοπόπι — φτωχόμυαλος — αλειμματοκέρι — αμμάτιση — επίκαυμα — αυτοκτονών — εμετώδης — κουλουριαστά |
|||