|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρόψαρο? — — λιτοδίαιτος — καύμα — μαθησιακός — αδενίτιδα — μορφογένεση — μαρμάρωμα — καταρίθμηση — παρήλιος — γυναιτίκι — υλιστής — μπλεξιά — απροσάρμοστος — αλεπουρά — βιβλιόφιλος — ξεροτηγανίζομαι — εκθειοστικός — παιδίσκη — καφετέρια — ιστιοφορώ — αμωλώπιστος — αγροικία |
|||