|
басистый; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово басистый? — βαρύφωνος как с (ново)греческого переводится слово βαρύφωνος? — басистый — αμφικολύπτω — συνοφρυωμένος — αγγλομαθής — κλέος — αήθης — εξώτερος — μαργιά — σπέρμα — ανετυμολόγητος — κατάσκοπος — προσκτώμαι — γοερότητα — ανωνυμία — επίχωσις — περιμάζευμα — κτηνιατρική — αναγκαιούντα — διαχωρίζομαι — γιός — ζααχροποιείο — δερμονίζω |
|||