|
влюблённый; είμαι ~ μέ... — быть влюблённым в... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюблённый? — ερωτευμένος как с (ново)греческого переводится слово ερωτευμένος? — влюблённый — διαλφάβητος — παραθερισμός — ατρύγιστος — ταξινομώ — αέτειος — φαινόμενο θερμοκηπίου — ενάμνιος — σύμπλοκος — παρέμβλημα — ενοχοποιητικός — κρατικοποιώ — νεκταρίνι — φυσιοδιφικός — εντερολογία — άγκουρα — αβάνισσα — αραποσίτι — κάσσα — ξηγιέμαι — επικίνδυνα — αδιακανόνιστος |
|||