|
το копия, дубликат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копия? — διπλόγραφο как на (ново)греческом будет слово дубликат? — διπλόγραφο как с (ново)греческого переводится слово διπλόγραφο? — копия, дубликат — μετειδίκευση — Σύρος — ανοιχτοχέρης — βιλαγέτιον — βασκικός — κίτρινο — αναρχοσοσιαλιστής — αγκυλωματιά — αστεροσκόπος — αγιωσύνη — καταπέλτης — υποκτηνίατρος — αλατόπετρα — γλωσσολύτης — λιμνοθάλασσα — όζος — τός — ζαχαροζύμωτος — εδεκεί — πνιγμένος — ελλειπής |
|||