|
смешанный (о видах, расах и т. п.); метисный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешанный? — επίμικτος как на (ново)греческом будет слово метисный? — επίμικτος как с (ново)греческого переводится слово επίμικτος? — смешанный, метисный — διακανόνισμός — αμερικανισμός — λαϊκοδημοκρατικός — κυτόσωμο — ολιγότεκνος — κοινοπραγία — πρεμιέρα — αρνησιά — φιλανθρωπικός — τουλούμπα — ανεπένδυτος — στόκος — αποδοκιμαστικός — διαφορικός — διπόντες — λίσγος — αλλόφωνος — κόσσα — απλεκτός — πυργωτός — πτερύγισμα |
|||