|
подниматься; взбираться; ~ τήν πλαγιά — подниматься по склону; ο δρόμος ~ει — дорога начинает подниматься #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подниматься? — ανηφορίζω как на (ново)греческом будет слово взбираться? — ανηφορίζω как с (ново)греческого переводится слово ανηφορίζω? — подниматься, взбираться — γλύφα — κωδωνίζω — πατριάρχης — όπτησις — ευρύστομος — αντιστήριξη — κοσμοπολιτισμός — μπουλούκα — πρωτομαγείρισσα — απονωρίς — ελαφρούτσικος — λεϊσμανίασις — δρεπάνισμα — εντατικοποίηση — καρδιοσωμός — φρικτός — καταπληξία — ασκάλαβος — ηλιολάτρισσα — στρεβλώτρια — λευκοσιδηρούργός |
|||