Новогреческий словарь
νομομηχανικός
νομομηχανικός
ο
заведующий инженерной службой нома
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заведующий инженерной службой нома
? —
νομομηχανικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
νομομηχανικός
? — заведующий инженерной службой нома
#
(ново)греческий словарь
—
αμετάνοιωτος
—
αναβράζω
—
ψυχοκτονία
—
ζωοποίηση
—
διαμετρητήρας
—
καπνοκαλλιέργεια
—
τρίξιμο
—
μεταχρωματίζω
—
αντεπικουρία
—
γλυκοκοίμισμα
—
γυναικοκατακτητής
—
βιβλιονόμος
—
τριακονταετής
—
μουθουνίζω
—
ασκούριαστος
—
αδιάτομος
—
τλήμων
—
μύσταξ
—
μούρη
—
ταξιάρχης
—
παπαρδέλας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве