Новогреческий словарь
εξηνέχθην
εξηνέχθην
παθ. αόρ. от εκφέρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξηνέχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψευδοευλάβεια
—
ιεροδιάκονος
—
νομίζω
—
αρένα
—
κυλάω
—
ἧττα
—
μουστοκούλουρο
—
θρυλούνται
—
οικοδόμηση
—
αεριοειδής
—
αχυρύς
—
συντρίμμι
—
καρπερός
—
κοινωνικότητα
—
θυμοσοφικός
—
παραπονεύομαι
—
διπλάσια
—
μπεκρολογώ
—
ανθρακόκονη
—
ωτακουστής
—
βόλαγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве