Новогреческий словарь
εκατόν
εκατόν
сто
;
τώ ~ πρό Χρίστου — [phrase]в сотом году до нашей эры[/phrase]
;
(επί) τοίς ~ — в процентах
;
δώδεκα τοίς ~ — двенадцать процентов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сто
? —
εκατόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατόν
? — сто
#
(ново)греческий словарь
—
ανθοπαραγωγός
—
καταιονίζω
—
λεβεντογενιά
—
μυδράλλιο
—
αφομοιωμένος
—
δασκαλίστικος
—
γαμημένος
—
αορίστως
—
κακοκάρδισμα
—
τορπιλλίζω
—
δισεξάδελφος
—
κοκκινοχάβιαρο
—
πεταύρωμα
—
σακχαροειδής
—
ξεστήρας
—
ποταπός
—
αναγουλιά
—
αθέρας
—
χρονομετρικός
—
λόρδωση
—
λαγών
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве