|
το расширение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — πλάτεμα как с (ново)греческого переводится слово πλάτεμα? — расширение — τροχαίος — εξολίσθημα — εντεταλμένος — μακρομύτης — γιαλοπερίγιαλο — ψυχαρισμός — διαφανοσκόπιο — γωνιοκόρυφος — λάβρος — μικροπράγμα — γυρεψούλης — εκάτερος — αντισήκωμα — βουτιά — ακωμωδήτως — κατανικώ — εσώτερον — ασφαλίσιμος — ντάρα — προηγούμαι — γεροντόματα |
|||