|
1) нагрудный; ~ σταυρός — нагрудный крест; 2) карманный; ~ιον λεξικόν — карманный словарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагрудный? — εγκόλπιος как на (ново)греческом будет слово карманный? — εγκόλπιος как с (ново)греческого переводится слово εγκόλπιος? — нагрудный, карманный — ανάσσω — ηλιολατρικά — ποδηλατοδρόμιο — λακωνίζειν — ωκεανογραφία — τσιτσέκι — γάνωμα — καπνοπωλείο — λασπότοπος — μεσοκαιρίτης — προσηλυτισμός — ρεβεράντζα — βροτός — ηλεκτρομηχανική — ύπνος — σκαταδίωκτος — αντασφάλιση — παιδεραστικός — πύραυνος — ρήσος — παραδεχτός |
|||