Новогреческий словарь
αμονοπώλητος
αμονοπώλητ|ος
не монополизированный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не монополизированный
? —
αμονοπώλητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμονοπώλητος
? — не монополизированный
#
(ново)греческий словарь
—
ακαμάτως
—
γκριζωπός
—
επιρρέω
—
διάζωμα
—
αντάρτισσα
—
λιβάδι
—
λεμβίτης
—
αρχιλήσταρχος
—
απευαισθητοποιώ
—
αντίστεκος
—
δημοσιογραφισμός
—
ανανάριστος
—
κερχανατζής
—
παραδειγματάκι
—
φεγγαροβραδιά
—
ωτορινολαρυγγολόγος
—
λαιμός
—
γράβα
—
παγίδευσις
—
αποξεχνώ
—
διάγλυμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве