|
Ученица, школьница #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαθήτρια? — — χάψη — γουρλώνω — κατακλυσμός — Μάρτης — αλευρεμπόριο — κουλούρι — αρμεχτάρα — μικροπονηρία — τρόλλεϋ — βαν — εγκεφαλικό — αμφιθαλής — κυκλαμιά — ελασματοποίηση — ξανοστίζω — βρωμόνερο — βασανίζομαι — λιθιά — χρυσούχος — ενσφήνωση — κρετσέντο |
|||