Новогреческий словарь
αγαλακτία
αγαλακτία
η
отсутствие молока
(после родов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отсутствие молока
? —
αγαλακτία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγαλακτία
? — отсутствие молока
#
(ново)греческий словарь
—
ατέρμονας
—
ξενηστικώνομαι
—
τσαλιμάκια
—
πλάτυσμα
—
ανοιχτά
—
κατοπτρίζομαι
—
τρικυμίζω
—
ορνιθόρρυγχος
—
σπιτικός
—
κρεατοφαγία
—
δέρμα
—
απόνοχτος
—
περίχωρα
—
κεραυνώνω
—
αντικριστός
—
προβιβάζω
—
δονούμαι
—
παράτυπα
—
γνωμάτευμα
—
τρίστηλος
—
υπερπροστασία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве