|
η лава #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лава? — λάβα как с (ново)греческого переводится слово λάβα? — лава — εδράζομαι — ποσοστό — εγκατεστημένος — συμμιγνύω — σκόπελος — κτένισμα — φαντός — οινόπνευμα — εγγύηση — βάθια — επαρκής — καδί — ρέγουλα — τοιχόστρωση — ορνιθαρειό — γερνάω — υπέδαφος — καουτσούκ — ρητίνευση — εκχυδάϊση — ιδρυματοποιούμαι |
|||