Новогреческий словарь
αυτοέλεγχος
αυτοέλεγχ|ος
ο
самоконтроль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самоконтроль
? —
αυτοέλεγχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοέλεγχος
? — самоконтроль
#
(ново)греческий словарь
—
εθνοπρόβλητος
—
ευρεσιτέχνης
—
τορπίλλη
—
λόγιο
—
πρόθεμα
—
σταδιοδρομία
—
ολόασπρος
—
υπερπροστατευτικότητα
—
κοταμετρητό
—
αφρόντιστος
—
διαγινώσκω
—
εποπτεύω
—
εξωστήρας
—
συννεφοσκέπαστος
—
κουβαλώ
—
έθιμο
—
δεξός
—
βρογχοπνευμονικός
—
φέρσιμο
—
καλοκαμωμένος
—
ανέψανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве