|
волосатый; косматый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волосатый? — τριχωτός как на (ново)греческом будет слово косматый? — τριχωτός как с (ново)греческого переводится слово τριχωτός? — волосатый, косматый — κοσμοπολιτισμός — ξεσπάθωμα — πλατιά — εστήθην — υπόφυση — δοχειάριος — ομοιόμορφον — χί — αφήγημα — συβάζομαι — επιθωράκιος — θεράπευση — καπνίστρια — ανεπιστημονικά — φαλτσογωνιά — μότο — τσιμπολογώ — τρικαντό — εξωθώ — απομωραίνω — απηλογιάζω |
|||