|
1) см. γουρούνας ; 2) невежа, деревенщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невежа? — γουρνάρτις как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — γουρνάρτις как с (ново)греческого переводится слово γουρνάρτις? — невежа, деревенщина — προσεταιρισμός — αντικαθρέφτισμα — διαλεχτρα — αεριοποιούμαι — μουγγά — τουλουμοτύρι — οδοντοϊατρικός — υπόκεντρο — ξεπετώντας — σελωτός — λαφιάζω — προδιατεθειμένος — ζήλος — εφταμηνίτης — χαλκόστομος — ορειβασία — διασωστικά — ρητινοσυλλέκτρια — έρρε — γιγνώσκομαι — σύζευγμα |
|||