|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ογκάνισμα? — — τσαρουχάς — ανθυπαστυνόμος — μάκελλα — αλληλεπιδραστικός — ψελλίζω — καταβρεκτήριον — καθότι — κατατόπι — υπενθύμιση — οργανικός — σποριά — αμουνούχιστος — αλανάριστος — χιλιετής — ανθοφορία — αγουράδα — ποιητικός — παραπλώνω — επιδείνωση — σαλεπιτζήδικο — απορητικός |
|||