Новогреческий словарь
σταύλος
σταύλ|ος
ο
конюшня, стойло
;
===
οι ~οι τού Αύγείου — авгиевы конюшни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
конюшня
? —
σταύλος
как на
(ново)греческом
будет слово
стойло
? —
σταύλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταύλος
? — конюшня, стойло
#
(ново)греческий словарь
—
παραγωγικότητα
—
κυτοβλάστη
—
συνωστίζομαι
—
δημιουργικά
—
υδρόπτερο
—
αναπαή
—
Σουβλίτσα
—
βοτανολογάω
—
γελοιογράφημα
—
οινοποιία
—
ανεβολιάζω
—
γραμματεύω
—
εξέθεσα
—
υποδόριος
—
εναποθήκευσις
—
λευκορωσικός
—
ιπποδρομικός
—
αδιαμόρφωτος
—
σκατο-
—
κοντραμπάστουνο
—
υπομονετικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве