|
το магазин по продаже красок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магазин по продаже красок? — χρωματοπωλείο как с (ново)греческого переводится слово χρωματοπωλείο? — магазин по продаже красок — άμπελος — βουκολικός — κανναβάτσο — ραδιογραφικός — μπρέ — ουδέτερος — λογαριασμός — μερομίστι — εντελέχεια — ανενδεής — γυμνιστής — φαρμακιάρης — μονοκόμματος — Ευχαριστία — άνωθεν — θεραπεύσιμος — ανευλαβής — λοξόφθαλμος — βλαστάριον — ατράνταγος — αναφτερουγιάζω |
|||