|
заливать, затоплять, выходить из берегов #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλημμυρίζω? — — φεγγαριάτικος — εκειδά — αλεξήνεμον — ελεγκτής — μωομεθανικός — Δεκέμβριος — γλυκάκιας — ρουλεταρτζής — μουφλόν — μιμούμαι — φωνακλού — εκκρεμώ — μπορντό — λιθοδιάλυση — μαλλιαρωσύνη — επιστήθιον — θαλασσόδαρτος — τηγανιά — σανσκριτική — ερωτικός — αμεμψίμοιρος |
|||