Новогреческий словарь
πλημμυρίζω
πλημμυρίζω
заливать, затоплять, выходить из берегов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλημμυρίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποτεφρωτήρας
—
αποκρεμώ
—
αργοκίνητος
—
γεροντοπαλλήκαρο
—
απανεμιάζω
—
δημοσιογραφισμός
—
ουσιώδης
—
μεταφορτώνω
—
αυτομουντζώνομαι
—
απαυδίζω
—
εννεοσύλλαβος
—
μαγικά
—
υποστρώνω
—
βουκίτσα
—
πηγαινοέρχομαι
—
κάτοπτρο
—
καθοδήγηση
—
δράστις
—
ρολόϊ
—
χαρτοδεμένος
—
πολιορκητική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве